- προδιδόντων
- προδίδωμιgive beforehandpres part act masc/neut gen plπροδίδωμιgive beforehandpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαυλότητα — η / φαυλότης, ητος, ΝΜΑ [φαῡλος] κακοήθεια, αχρειότητα, αθλιότητα αρχ. 1. κακή ποιότητα, ευτέλεια, μηδαμινότητα («τῇ δὲ φαυλότητι τῆς στολῆς ἠχθέσθη», Πλάτ.) 2. έλλειψη δεξιότητας, ανικανότητα («στρατηγῶν φαυλότης ἢ τῶν προδιδόντων τὰς πόλεις… … Dictionary of Greek